- αεροθάλαμος
- ο1. ο μικρός ή μεγάλος θάλαμος που περιέχει αέρα.2. το εσωτερικό από καουτσούκ στεφάνι των τροχών του αυτοκινήτου, η σαμπρέλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αεροθάλαμος — ο κλειστός χώρος, θάλαμος στον οποίο εναποθηκεύεται αέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + θάλαμος απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. airchamber] … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αεροδόχος — ο 1. αυτός που δέχεται, που περιέχει αέρα 2. το αρσ. ως ουσ. ο αεροδόχος α) άνοιγμα, μέσα από το οποίο περνά ο αέρας β) ο υποδοχέας τού αέρα στον αεραγωγό γ) (Μουσ.) (βλ. αεροθάλαμος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + δόχος < δέχομαι] … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
ελαστικό — Φυτική ύλη που προέρχεται από έκκριση ορισμένων δέντρων· με την κατάλληλη επεξεργασία αποκτά ιδιότητες, χάρη στις οποίες γίνεται υλικό με ευρύτατες εφαρμογές. ε. κόμμικαουτσούκ. Ουσία που προέρχεται από την πήξη φυτικού γαλακτώδους χυμού. Υπάρχει … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
πνιγέας — ο / πνιγεύς, έως, ΝΑ 1. μουσικό εξάρτημα που εφαρμόζεται στα έγχορδα, πνευστά και κρουστά όργανα για να μειωθεί η ένταση τού ήχου τους 2. κωδωνοειδές κάλυμμα κλιβάνου («οἷον πνιγεύς τις περικείμενον τὸ ὄστρακον», Αριστοτ.) αρχ. 1. σκεύος για… … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρα — η, Ν 1. δερμάτινη ή πλαστική σφαίρα, μέσα στην οποία βρίσκεται αεροθάλαμος φουσκωμένος με αέρα και η οποία χρησιμεύει για τη διεξαγωγή τών ποδοσφαιρικών αγώνων 2. βοτ. γένος μυκήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην… … Dictionary of Greek
σαμπρέλα — η, Ν 1. δακτυλιοειδής ελαστικός σωλήνας που γεμίζεται με αέρα υπό πίεση και τοποθετείται μεταξύ τού σώτρου ή ζάντας και τού ελαστικού τών τροχών διαφόρων οχημάτων, λ. χ, αυτοκινήτων, ποδηλάτων, ελκυστήρων, ο αεροθάλαμος 2. σφαιρικός θάλαμος… … Dictionary of Greek
σαμπρέλα — η (λ. γαλλ.), αεροθάλαμος τροχού: Τρύπησε η σαμπρέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)